frigorifique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- frigorifique < λατινική frigorificus
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
frigorifique | frigorifiques |
frigorifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
frigorifique | frigorifiques |
frigorifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό