ενικός         πληθυντικός  
friendship friendships

  Ετυμολογία

επεξεργασία
friendship < friend + -ship

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

friendship (en)

  1. (μετρήσιμο) η φιλία, μια σχέση μεταξύ φίλων
    ⮡  an old friendship - παλιά φιλία
  2. (μη μετρήσιμο) η φιλία, το να είναι φίλοι
    ⮡  I did it out of friendship.
    Το έκανα από φιλία.