friendship
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
friendship | friendships |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfriendship (en)
- (μετρήσιμο) η φιλία, μια σχέση μεταξύ φίλων
- ⮡ an old friendship - παλιά φιλία
- (μη μετρήσιμο) η φιλία, το να είναι φίλοι
- ⮡ I did it out of friendship.
- Το έκανα από φιλία.
- ⮡ I did it out of friendship.
Πηγές
επεξεργασία- friendship - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 936. ISBN 9780194325684., λήμμα: φιλία