fray
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfray (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fray |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frays |
αόριστος | frayed |
παθητική μετοχή | frayed |
ενεργητική μετοχή | fraying |
fray (en)
- διαταράσσω
- ⮡ The relations between the two brothers were frayed due to inheritance disputes.
- Οι σχέσεις των δύο αδελφών διαταράχτηκαν λόγω κληρονομικών διαφορών.
- ⮡ The relations between the two brothers were frayed due to inheritance disputes.