Ετυμολογία

επεξεργασία
fraichement < fraiche, θηλυκό του frais + -ment

  Επίρρημα

επεξεργασία

fraichement (fr) (ορθογραφία του 1990)

  1. (οικείο) κάνοντας κρύο, ψύχρα
    comment ça va ? - fraîchement ! - πώς πάει; κρύα!
  2. (μεταφορικά) πρόσφατα

Άλλες γραφές

επεξεργασία