fragmentation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
fragmentation (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
fragmentation στη γαλλική Βικιπαίδεια
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
fragmentation (en)
- o κατακερματισμός, o θρυμματισμός, η διάσπαση
- (πληροφορική) ο κατακερματισμός, ενός αρχείου όταν δεν είναι δυνατό να αποθηκευτεί σε συνεχόμενα τμήματα μνήμης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
fragmentation στην αγγλική Βικιπαίδεια