Ετυμολογία

επεξεργασία
frérot < frère

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
frérot frérots

frérot (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη  frère