fréquent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fréquent | fréquents |
θηλυκό | fréquente | fréquentes |
fréquent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fréquent | fréquents |
θηλυκό | fréquente | fréquentes |
fréquent (fr)