foudroyé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foudroyé | foudroyés |
θηλυκό | foudroyée | foudroyées |
Επίθετο
επεξεργασίαfoudroyé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foudroyé | foudroyés |
θηλυκό | foudroyée | foudroyées |
foudroyé (fr)