fossoyeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fossoyeur < fossoyer
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fossoyeur | fossoyeurs |
fossoyeur (fr) αρσενικό (θηλυκό fossoyeuse)
ενικός | πληθυντικός |
fossoyeur | fossoyeurs |
fossoyeur (fr) αρσενικό (θηλυκό fossoyeuse)