forsake
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | forsake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forsakes |
αόριστος | forsook |
παθητική μετοχή | forsaken |
ενεργητική μετοχή | forsaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαforsake (en)
ενεστώτας | forsake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forsakes |
αόριστος | forsook |
παθητική μετοχή | forsaken |
ενεργητική μετοχή | forsaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
forsake (en)