fixe-chaussette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fixe-chaussette < fixer + chaussette
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fixe-chaussette | fixe-chaussettes |
fixe-chaussette (fr) αρσενικό
- άλλη ονομασία του support-chaussette
ενικός | πληθυντικός |
fixe-chaussette | fixe-chaussettes |
fixe-chaussette (fr) αρσενικό