ενεστώτας fish out
γ΄ ενικό ενεστώτα fishes out
αόριστος fished out
παθητική μετοχή fished out
ενεργητική μετοχή fishing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fish out < → δείτε τις λέξεις fish και out

fish out (en)

  • (ιδιωματισμός) ψαρεύω, βρίσκω κάποιον ή κάτι
    ⮡  Where did you fish out this old book from?
    Πού το ψάρεψες αυτό το παλαιό βιβλίο;