finnas (sv)

  1. υπάρχει, βρίσκεται, έχει
    kan det möjligen finnas ett odjur i Loch Ness-sjön?
    θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρχει ένα τέρας στη λίμνη Λόχνες;
    finns det fler kakor?
    υπάρχουν κι άλλα κουλουράκια;

Συγγενικά

επεξεργασία