fingerprint
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fingerprint | fingerprints |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fingerprint (en)
- το δακτυλικό αποτύπωμα
- ↪ Burglars wear gloves so as to not leave fingerprints.
- Οι διαρρήκτες φορούν γάντια, για να μην αφήνουν δακτυλικά αποτυπώματα.
- ↪ Burglars wear gloves so as to not leave fingerprints.