filandreux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | filandreux | filandreux |
θηλυκό | filandreuse | filandreuses |
Επίθετο
επεξεργασίαfilandreux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | filandreux | filandreux |
θηλυκό | filandreuse | filandreuses |
filandreux (fr)