fignolage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fignolage | fignolages |
fignolage (fr) αρσενικό
- συμμάζεμα, δουλειά με διόρθωση στις λεπτομέρειες, σενιάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
fignolage | fignolages |
fignolage (fr) αρσενικό