ενικός         πληθυντικός  
feltwork feltworks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

feltwork (en)

  1. (ύφασμα) συγκεκριμένη υφή της εκάστοτε τσόχας, η δομή του κετσέ
  2. (ιατρική) ινώδες δίκτυο
  3. (νευρολογία) συμπαγές σύμπλεγμα (πλέγμα) νευρικών ινιδίων