fatigabilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fatigabilité < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.ti.ɡa.bi.li.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfatigabilité (fr) θηλυκό
- το ότι κάποιος μπορεί να κουραστεί
fatigabilité (fr) θηλυκό