ενικός         πληθυντικός  
faide faides

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

faide (fr) αρσενικό

  • (ιστορία) αλληλουχία εκδικητικών πράξεων μεταξύ δύο οικογενειών μεταξύ των « βαρβαρικών » φύλων που εγκαταστάθηκαν στη δυτική Ευρώπη προς το τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας