Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
factrice factrices

  Ουσιαστικό επεξεργασία

factrice (fr) θηλυκό (αρσενικό: facteur

  1. η ταχυδρόμος
  2. η κατασκευάστρια