Ρομανί (rom) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fòros < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική ελληνική φόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fòros αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  • κλιτικοί τύποι:
  • ονομαστική πληθυντικού: fòrurǎ