Ετυμολογία

επεξεργασία
exemplarité < exemplaire

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛɡ.zɑ̃.pla.ʁi.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exemplarité exemplarités

exemplarité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη exemple