Ετυμολογία

επεξεργασία
exemplarité < exemplaire

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exemplarité exemplarités

exemplarité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη exemple