Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

excrucio < ex + crucio < crux (σταυρός)

  Ρήμα επεξεργασία

excrucio (la) (excruciō1, excruciāvī, excruciātum, excruciāre)

Κλίση επεξεργασία