Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

excito < ex + cito

  Ρήμα επεξεργασία

excito (la) ( excitō1, excitāvī, excitātum, excitāre)

  1. ξεσηκώνω
  2. αποκαθιστώ
  3. χτίζω

Κλίση επεξεργασία