Ετυμολογία

επεξεργασία
excimer < exci- (< excite (en) < λατινικά: excitare (la)) +‎ -mer (< μέρος (el))

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

excimer (en)

  • (χημεία, φυσική) οποιοδήποτε διατομικό μόριο, με τουλάχιστον ένα από τα άτομά του σε κατάσταση διέγερσης, (διεγερμένη κατάσταση)