excentricité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
excentricité | excentricités |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
excentricité (fr) θηλυκό
- η απόσταση του κέντρου ενός αντικειμένου από τη συνηθισμένη θέση του
- η εκκεντρικότητα, η εξαλλοσύνη, η εξαλλότητα