ενικός         πληθυντικός  
excentricité excentricités

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

excentricité (fr) θηλυκό

  1. η απόσταση του κέντρου ενός αντικειμένου από τη συνηθισμένη θέση του
  2. η εκκεντρικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία