evacuee
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- άνθρωπος που απομακρύνθηκε από ασταθές λόγω σεισμού κτίριο ή από περιοχή που πλήγηκε από πυρηνικό ατύχημα, πλημμύρα, πόλεμο ή άλλη καταστροφή, εκτοπισμένος-πρόσφυγας λόγω εκκένωσης (συνήθως αναγκαστικής)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Word Reference - evacuee[1]