etimo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
etimo | etimi |
Ετυμολογία
επεξεργασία- etimo < αρχαία ελληνική ἔτυμον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαetimo (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
etimo | etimi |
etimo (it)