esthéticienne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- esthéticienne, θηλυκό του esthéticien
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
esthéticienne | esthéticiennes |
esthéticienne (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
esthéticienne | esthéticiennes |
esthéticienne (fr) θηλυκό