esquintant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | esquintant | esquintants |
θηλυκό | esquintante | esquintantes |
Επίθετο
επεξεργασίαesquintant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | esquintant | esquintants |
θηλυκό | esquintante | esquintantes |
esquintant (fr)