ενικός         πληθυντικός  
escompte escomptes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
escompte < esconte < ιταλική sconto

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛs.kɔ̃t/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

escompte (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία