escabelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
escabelle | escabelles |
escabelle (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) → δείτε τη λέξη escabeau
ενικός | πληθυντικός |
escabelle | escabelles |
escabelle (fr) θηλυκό