Ετυμολογία

επεξεργασία
erkeklik < erkek + -lik

Ουσιαστικό

επεξεργασία

erkeklik (tr)

  1. ο ανδρισμός, η βασική ιδιότητα του άνδρα όπως αυτός νοείται ως οντότητα ανατομικά, ορμονικά και ψυχικά, συμπεριφερικά
  2. η αρρενωπότητα