entrelacé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entrelacé | entrelacés |
θηλυκό | entrelacée | entrelacées |
Επίθετο
επεξεργασίαentrelacé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entrelacé | entrelacés |
θηλυκό | entrelacée | entrelacées |
entrelacé (fr)