Ετυμολογία

επεξεργασία
entonnoir < entonner

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
entonnoir entonnoirs

entonnoir (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη entonner