Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.tɔ.mɔ.lɔ.ʒi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
entomologie entomologies

entomologie (fr) θηλυκό