entassement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- entassement < entasser
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
entassement | entassements |
entassement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
entassement | entassements |
entassement (fr) αρσενικό