ενεστώτας enrapture
γ΄ ενικό ενεστώτα enraptures
αόριστος enraptured
παθητική μετοχή enraptured
ενεργητική μετοχή enrapturing

  Προφορά

επεξεργασία

/ɪnˈræptʃə/

enrapture (en)

  • (επίσημο) συναρπάζω, δίνω σε κάποιον μεγάλη χαρά
    ⮡  They were all enraptured by her singing.
    Τους είχε συναρπάσει όλους με το τραγούδι της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fascinate