enivrant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɑ̃.ni.vʁɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enivrant | enivrants |
θηλυκό | enivrante | enivrantes |
enivrant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | enivrant | enivrants |
θηλυκό | enivrante | enivrantes |
enivrant (fr)