englouti
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | englouti | engloutis |
θηλυκό | engloutie | englouties |
Επίθετο
επεξεργασίαenglouti (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | englouti | engloutis |
θηλυκό | engloutie | englouties |
englouti (fr)