endurant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endurant | endurants |
θηλυκό | endurante | endurantes |
Επίθετο
επεξεργασίαendurant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endurant | endurants |
θηλυκό | endurante | endurantes |
endurant (fr)