endossement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
endossement | endossements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
endossement (fr) αρσενικό
- η ανάληψη, το αποτέλεσμα του να επωμίζεται κανείς κάτι
ενικός | πληθυντικός |
endossement | endossements |
endossement (fr) αρσενικό