endocrinien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endocrinien | endocriniens |
θηλυκό | endocrinienne | endocriniennes |
Επίθετο
επεξεργασίαendocrinien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endocrinien | endocriniens |
θηλυκό | endocrinienne | endocriniennes |
endocrinien (fr)