Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό encroué encroués
θηλυκό encrouée encrouées

  Επίθετο επεξεργασία

encroué (fr)

  • λέγεται για πεσμένο δέντρο του οποίου τα κλαδιά έχουν μπλεχτεί μέσα στα κλαδιά ενός άλλου, εμποδίζοντάς το έτσι να φτάσει στο έδαφος