Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
encroué
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
encroué
encroués
θηλυκό
encrouée
encrouées
Επίθετο
επεξεργασία
encroué
(fr)
λέγεται για πεσμένο
δέντρο
του οποίου τα
κλαδιά
έχουν μπλεχτεί μέσα στα κλαδιά ενός άλλου, εμποδίζοντάς το έτσι να φτάσει στο έδαφος