Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
enclitic enclitics

  Ουσιαστικό επεξεργασία

enclitic (en)

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • enclitic στην αγγλική Βικιπαίδεια