embriagado
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | embriagado | embriagados |
θηλυκό | embriagada | embriagadas |
embriagado (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | embriagado | embriagados |
θηλυκό | embriagada | embriagadas |
embriagado (pt)