eléctrico
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαeléctrico (es)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
eléctrico | eléctricos |
eléctrico (pt) αρσενικό
- το τραμ
Εκφράσεις
επεξεργασία- de eléctrico - (πηγαίνοντας, κυκλοφορώντας) με το τραμ