Ετυμολογία

επεξεργασία
effectiveness < effective + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

effectiveness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αποτελεσματικότητα
    ⮡  Time will tell the effectiveness of the drug.
    Ο χρόνος θα δείξει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου.