economy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
economy | economies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαeconomy (en)
- η οικονομία, η σχέση μεταξύ παραγωγής, εμπορίου και προσφοράς χρήματος σε μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή
- ⮡ the growth of our economy - η ανάπτυξη της οικονομίας μας
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η οικονομία, η αποφυγή της σπατάλης
- ⮡ fuel economy - οικονομία στα καύσιμα