ecclésiologie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ecclésiologie < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kle.zjo.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ecclésiologie | ecclésiologies |
ecclésiologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ecclésiologie | ecclésiologies |
ecclésiologie (fr) θηλυκό